βαλάντιο

βαλάντιο
I
Σακουλάκι από ύφασμα, δέρμα ή άλλο υλικό, που το χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα για τη φύλαξη χρημάτων.
Επειδή τα αρχαία β. κατασκευάζονταν από υλικά που φθείρονταν εύκολα, δεν έχουν διασωθεί παρά ελάχιστα. Έχουμε όμως μια πλήρη εικόνα τους από το άφθονο εικονογραφικό υλικό που διαθέτουμε. Κατασκευασμένα από δέρμα ελαφιού ή από χοιρόδερμα το 1100 μ.Χ., έγιναν μετά από έναν αιώνα αντικείμενα πολυτελείας και κατασκευάζονταν κυρίως από πλούσιο μεταξωτό ύφασμα διακοσμημένο με πολύτιμα μέταλλα και πέτρες. Έως τον 17ο και 18ο αι., εποχή κατά την οποία γενικεύτηκε η χρήση της τσέπης, τα β. ήταν απαραίτητα τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες, και υπήρχαν β. διαφόρων τύπων.
Περίφημα ήταν τα σακούλια ελεημοσύνης, στα οποία αρχικά συλλέγονταν οι ελεημοσύνες και τα οποία με τη χρήση μετατράπηκαν σε πραγματικά β. Ανατολικής προέλευσης –εισήχθησαν πράγματι από τους σταυροφόρους και γι’ αυτό τα αποκαλούσαν σαρακηνά– τα β. ελεημοσύνης είχαν συνήθως τραπεζοειδές σχήμα, τα έδεναν συχνά στη ζώνη και είχαν το χαρακτηριστικό γνώρισμα ότι έμπαιναν το ένα μέσα στο άλλο, πέντε με έξι β. Ενώ στην αρχή έκλειναν με κορδέλες, αργότερα είχαν μεταλλικό άνοιγμα, που από τον 15o αι. ήταν συχνά από πολύτιμο μέταλλο, με πλούσια σκαλίσματα. Τα πρώτα τσαντάκια μικρών διαστάσεων προορίζονταν για αντικείμενα αξίας (νομίσματα, κειμήλια, φυλαχτά) και για μεγαλύτερη ασφάλεια τα κρεμούσαν από τον λαιμό. Δερμάτινα ήταν τα λεγόμενα scarselle (πουγγιά), που τα χρησιμοποιούσαν κυρίως οι προσκυνητές για τη φύλαξη εγγράφων και κοσμημάτων. Στην περίοδο της Γαλλικής επανάστασης ήταν της μόδας τα redicules (παραφθορά του λατινικού reticulus = βαλάντιο), τα οποία διαδόθηκαν αργότερα σε όλες τις χώρες και με τον καιρό άλλαξαν πολύ στο σχήμα και στον τρόπο κατασκευής τους. Αρχικά τα redicules ήταν πλεκτά, φοδραρισμένα με χρωματιστό μεταξωτό ύφασμα, σε σχήμα στενόμακρο και τα κρεμούσαν από το χέρι με ένα κορδόνι. Έπειτα, τον 19o αι. ήταν από χρυσοποίκιλτο μεταξωτό, από δαμάσκο ή κεντημένο ύφασμα και μια αλυσιδίτσα αντικατέστησε το κορδόνι.
Τα σημερινά βαλάντια –οι γυναικείες τσάντες– που προέρχονται κυρίως από το redicule, παρουσιάζουν εξαιρετική ποικιλία σχημάτων και κατασκευάζονται από τα πιο διαφορετικά υλικά. Περισσότερο ή λιγότερο ακριβά, σπορ ή τουαλέτας, από δέρμα ή ύφασμα με πλούσια κεντήματα για το βράδυ, ή από πλαστικό, άλλαξαν την πρωτόγονη βιοτεχνία σε μια ακμάζουσα βιομηχανία και αντανακλούν τις προτιμήσεις της σημερινής μόδας.
II
(balantium). Γένος γαστεροπόδων μαλακίων της τάξης των θηκόσωμων. Είναι θαλάσσια ζώα και το εξωτερικό όστρακό τους έχει σχήμα κώνου, ενώ στην επιφάνειά του παρουσιάζει απλές αυλακώσεις. Το κεφάλι τους δεν διακρίνεται, το πόδι και οι κεραίες τους είναι υποτυπώδεις και ενώνονται με τους κολυμβητικούς λοβούς. Πιο γνωστό είδος είναι το β. το χαπτάλιο, που βρίσκεται συνήθως στη Μεσόγειο.
* * *
το (AM βαλάντιον, Α και βαλλάντιον)
1. σακούλι για χρήματα, πουγγί
2. χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για λ. δάνεια από μία βορειοβαλκανική γλώσσα (πρβλ. λατ. follis)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαλάντιο — το 1. το πορτοφόλι. 2. τα χρήματα, η περιουσία: Αυτό το αυτοκίνητο δεν είναι για το βαλάντιό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάκελλα — και σάκκελα, ἡ, Μ 1. βαλάντιο, πουγγί 2. επισκοπική φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saccellus «μικρός σάκος, βαλάντιο»] …   Dictionary of Greek

  • σακέλλιον — (I) και σακέλιον, τὸ, Α (με υποκορ. σημ.) (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μικρή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος «ασπίδα» + κατάλ. έλλ ιον (< λατ. κατάλ. ella), πρβλ. σκουτ έλλιον]. (II) τὸ, Α βαλάντιο, πουγγί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saccellus «μικρός… …   Dictionary of Greek

  • αποκόμβιον — ἀποκόμβιον κ. κόμπιον, το (Μ) 1. βαλάντιο, πουγγί 2. εκκλ. προσφορά (δινόταν μέσα σε μεταξωτό σακούλι που λεγόταν κομβίον). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κομβίον < κόμβος «το πουγγί»] …   Dictionary of Greek

  • βαλαντιοτομώ — βαλαντιοτομῶ ( έω) (Α) [βαλαντιοτόμος] κόβω το βαλάντιο κάποιου και κλέβω τα χρήματα του …   Dictionary of Greek

  • βαλαντώνω — 1. κατακουράζομαι, εξαντλούμαι σωματικά 2. λαχανιάζω, βαριανασαίνω 3. στενοχωριέμαι 4. στενοχωρώ, κακοκαρδίζω κάποιον 5. ζαλίζω κάποιον, τον τρελαίνω από έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βαλάντιο(ν), ενώ κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < *μαλατώνω… …   Dictionary of Greek

  • βαλλάντιο — το και βαλλαντιατόμος, βαλλαντιοτομώ βλ. βαλάντιο κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • βασκάς — ( άδος) και βοσκάς και φασκάς, η (Α) είδος πάπιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασκάς (ή ᾶς) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με επίθημα ᾶς (πρβλ. ἀτταγᾶς, ἐλεᾶς κ.ά.). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. βοσκάς και φασκάς, τους οποίους μαρτυρεί ο Ησύχ. Ο …   Dictionary of Greek

  • δέση — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.040 μ., 44 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στις πλαγιές της νότιας Πίνδου, 66 χλμ. Δ των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιθήκων. * * * η (AM δέσις) [δω] 1. το δέσιμο, η σύνδεση 2. δέσμευση 3. συναρμογή,… …   Dictionary of Greek

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”